- διφάσιο
- το (Α διφάσιος, -α, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το διφάσιοείδος ορυκτούαρχ.1. ο δύο ειδών, διττός2. στον πληθ. δύο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί-φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β' συνθετικό τής λέξεως είναι αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για το φατός τού φημί* ή ότι η λ. συνδέεται με λατ. bifāriam. Κατ' άλλους έχει σχέση με τα πεφνείν, φόνος, θείνω, ενώ η σύνδεση με το φαίνομαι* δεν είναι πειστική].
Dictionary of Greek. 2013.