διφάσιο

διφάσιο
το (Α διφάσιος, -α, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διφάσιο
είδος ορυκτού
αρχ.
1. ο δύο ειδών, διττός
2. στον πληθ. δύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. διφάσιος σχηματίστηκε από το δί-φατος «αμφίβολος, αμφιλεγόμενος» (Ησύχ.) κατά το διπλάσιος. Το β' συνθετικό τής λέξεως είναι αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι πρόκειται για το φατός τού φημί* ή ότι η λ. συνδέεται με λατ. bifāriam. Κατ' άλλους έχει σχέση με τα πεφνείν, φόνος, θείνω, ενώ η σύνδεση με το φαίνομαι* δεν είναι πειστική].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριφάσιος — ον, Α 1. τριπλός 2. στον πληθ.) τρεις 3. (κατά τον Ησύχ.) «τρίφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + φάσιος (πρβλ. δι φάσιος). Για το β συνθετικό βλ. λ. διφάσιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”